Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

 Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα.

Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση

Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων

Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;

Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά

Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε

Σε μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;

(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα

Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν

Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας

Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).

Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή

Ή  γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα

Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα

Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.

Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις

Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις

Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις το όνομά σου

Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα

Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές εξαπατήσεις

Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

 

Μα ποιος θα ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;

Ποιος θα μετρήσει μια-μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα

Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;

Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες!

Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

 

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.   

[ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ…  και άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 3 1954 – εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Μανόλη Αναγνωστάκη ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, εκδόσεις Πλειάς]

 


ΣΚΥΦΤΟΙ ΠΕΡΑΣΑΝΕ… (από τις ΕΠΟΧΕΣ 3 του Μανόλη Αναγνωστάκη)

Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ’ έναν ίσκιο στα μάτια

Ούτε ένα μαντίλι ανεμίσανε – ξέραμε το χαιρετισμό τους-

Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγων

Φτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας.

Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλία

Σαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουνε τ’ όνομα.

Εμείς πιστεύουμε εκεί που ένας άλλος θα τ’ απόδιωχνε σαν ένα όνειρο κακό

Σα μια νεροποντή που τον βρήκε στη μέση του κάμπου

Σα μια φρικτή περιπέτεια που ξεβιδώνει το λογικό του

Η μνήμη τους είναι το πόδι που νοσταλγεί ο ανάπηρος

Είναι η σπασμένη θερμάστρα στο γεναριάτικο δωμάτιο

Είναι τα φύλλα που στοιβάζονται και ξεθωριάζουν στο συρτάρι.

Ακούοντας τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο ξένοιαστα

Σκεφτόμουν αν αυτό στ’ αλήθεια είναι η προϋπόθεση της γαλήνης

Μιας κάποιας ανάπαυλας με μόνη την ευθύνη της αδιαφορίας

Ή μήπως όταν οι στρατιώτες επιστρέφουνε με τελευταίαν ελπίδα

Ένα λευκό σεντόνι χωρίς αίμα, όταν ο ταξιδιώτης

Ακούει τα μακρισμένα βήματα του γέρικου πιστού του σκύλου

Όμως μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής

Δεν προφταίνουμε ν’ αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμε

Πεθαίνει μια μέρα και μαθαίνεις το θάνατό του απ’ τις εφημερίδες

Φεύγει – «τέλειωσαν όλα» - κι εσύ δεν έχεις ακόμα γνωρίσει την αρχή

Ψάχνεις μια θύμηση μαζί του (… το τελευταίο βράδυ που βρεθήκαμε στο καφενείο Φ…)

Δεν ξέρεις ποια ζωή σ’ αξίζει και ταξιδεύεις άσκοπα.

Α!,, πώς ψεύτισαν όλα! Αφήσανε στους δρόμους τα χαλάσματα δεν τα προσέχει πια κανείς

Σέρνονται τα παιδιά ξιπόλητα ούτε που τα γνωρίζουν οι μανάδες

Στους τάφους τα λουλούδια μαραθήκανε και τα σαπίζει η βροχή

Τα σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα

Δείχνουνε τις πληγές στα στήθια τους και ζητιανεύουν τα κορίτσια

Τα κάρα βούλιαξαν στη λάσπη και πεθάναν οι αμαξάδες

Κι οι μαστροποί ποιητές βουβοί τρέμαν τις νύχτες στα κατώφλια

Μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής

Αξίζει τέλος να σταθείς τύψη με τύψη

-Και, Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στ’ ανέκφραστο

Κι είχα μέσα μου ακόμα τόσες εικόνες που ζητούσα

Φυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών -

Δεν το ’ξερα πως ήμουν πλασμένος να ’ρθω μια μέρα

Πίσω στα σκονισμένα μονοπάτια να κοιτάξω κατάματα

Τη φλεγόμενη πόλη τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους

Να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισα

Για τις πικρές γυναίκες που δε φίλησα ποτέ μου

Για τα σπασμένα χέρια των παιδιών που με κλωτσούσαν

Να κάτσω στην πιο μαύρη πέτρα και να σκεπάσω

Το μαραμένο μου πρόσωπο με λιπόσαρκα χέρια

Να μάθω ξένα ονόματα και ξένες προσευχές

Να κρατήσω σφιχτά στα χέρια μου λίγο χώμα θυσίας

 

(Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;

Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;)

Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χθες από το πληκτικό νοσοκομείο

Ανάμεσα στα βρόμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα

Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου

Τα ξίφη διασταυρώνονται σε ματωμένες αστραπές

Ο θάνατος είναι κι αυτός μια περασμένη αφήγηση

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.

«Με μια κατάμαυρη σκιά…» Κι εγώ σκεφτόμουν

Πεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσα

Κι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψει

Δεν ξέρω αν σ’ ένα μου χαμένο όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.

 

ΟΧΙ ΑΠΟ ΔΩ…

Όχι από δω. Λάθος στο φάκελο και στις διευθύνσεις

Μια λέξη ένας αριθμός κι όλο το νόημα αλλάζει

Ένα κουδούνι πιο δίπλα κι ο ενοικιαστής είναι άλλος

Κλείνει τα παντζούρια το βράδυ μανταλώνει τις πόρτες

Κατεβάζει τα μεγάλα στορ φράζει μ’ ένα σεντούκι την ξώπορτα

Σβήνει προσεκτικά τ’ αποτσίγαρα και κρύβεται κάτω από τις κουβέρτες

Λάθος. Γιατί χτυπάς το μάνταλο; δε θα σ’ ανοίξει

Η ώρα είναι περασμένη και στο σκοτάδι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.

Πώς να πιστέψω πως είσαι εσύ ο Φώτης, όχι ο Κώστας, όχι ο Θανάσης του Κώστα;

Γιατί αλλάζεις φορεσιές, αλλάζεις χτένισμα, δένεις αλλιώτικα τον κόμπο της γραβάτας;

Παντρεύτηκες δυο φορές και τώρα μετράς τις ερωτικές σου επιτυχίες.

Αρχείο σε σειρά αλφαβητική, γράμματα και φωτογραφίες.

Δεν σε γνωρίζω. Ίσως να ταξιδέψαμε μαζί, όπως το λες, με το «Αλκινόη»

Πήγαμε τρεις φορές στο «Θερμαϊκόν» μου πλήρωσες το τραμ για την Καμάρα

Μα δεν σε ξέρω. Από το δρόμο αυτό δεν πέρασες ποτέ σου

Δεν διάβασες τα επισκεπτήρια και τις επιγραφές πάνω στους τοίχους

Όλες οι ξώπορτες κλειστές και το σεντούκι, μην ξεχνάς – μόλις νυχτώσει.

 

Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δεν θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου

 

ΑΡΧΙΣΕ ΜΙΑ ΣΙΓΑΝΗ ΒΡΟΧΗ («Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…» - Γ.Κ.)

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.

Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα

Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο

Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό –σου είναι αδιάφορο-

Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σε μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.

Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα

-Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοια ώρα -

Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά

Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως

Η μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.

Τα συλλογίζομαι όλα αυτά με τον πιο απλό τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα

Μπορείς να λησμονείς το καθετί, τι τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα

Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες το σκοτάδι

Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι

Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε κι απόψε για σένανε το καθετί

Τόσο που αν τρίζει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβή υπόθεση μιας επιστροφής

Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.

 

… Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.

Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα σα μαστίγιο.

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 3  1954]

 

ΧΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ… (από τις ΕΠΟΧΕΣ 3 του Μανόλη Αναγνωστάκη)

Χρώματα περασμένου δειλινού, άρωμα δίχως συγκίνηση

Άδεια νοήματα μιας χαρακιάς που σημαδεύει την πληγή σου

Ο τρόπος να ξυπνήσεις μέσα σ’ αυτή την αγωνία μιαν ανάμνηση θυσίας.

 

Μια πονεμένη κραυγή στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης

Μια μητέρα το βρέφος στη γωνιά με τα ερείπια

Οι νικημένοι στρατιώτες

Οι αιχμάλωτοι περάσανε ατέλειωτες σειρές δίχως όνομα

Το γράμμα που πια δεν περίμενες· έλειπες τόσον καιρό στην επαρχία.

 

Όμως εγώ δε φοβούμαι τον άνεμο που μπαίνει απ’ τα σπασμένα παράθυρα

Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες περιοχές

Ν’ ακούσεις σιμά μια φωνή, όχι τις κρύες κραυγές στους άγνωστους δρόμους.

 

ΤΩΡΑ…

Τώρα

Κι ίσως να ’ναι μονάχα μια στιγμή

-Ακόμα μια στιγμή τι θα προσθέσει;-

Νιώθεις ακόμα πιο σκληρά πιο πονεμένα

Τις πληγές των πραγμάτων που αγαπούσες

Χωρίς καμιά καμιά πια φρεναπάτη.

 

Φεύγουμε κι ίσως γελαστήκαμε στο τέλος

Ίσως να μείναμε στο τέλος πάλι μόνοι

Τώρα που πια δεν θέλεις δρόμο να γυρίσεις.

 

Μ’ αν πρέπει τώρα να πεθάνουμε, το ξέρεις

Πρέπει γιατί αύριο δε θα ’μαστε πια νέοι

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 3  1954]

 

ΜΙΑ ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ… (από τις ΕΠΟΧΕΣ 3 του Μανόλη Αναγνωστάκη)

Μια τελική συνάντηση μες στων αλλεπαλλήλων

Αδειων νυχτών τη στείρα διαδοχή

(όχι συμπτωματικά ούτε τυχαία)

Μια συνάντηση - στην άβατο διάβαση πέρασμα

Απ’ του μυαλού πέρα τ’ αταίριαστα διδάγματα

Όταν οι άλλοι σιτίζονται με ράκη προσευχής

Νοσταλγούν εσχατιές φανταστικών επιλύσεων

Εκθέτουν σε σχήματα ασελγή των σωμάτων

Την ασταθή βεβαιότητα μιας νοσηρής υγείας.

Μια συνάντηση – όχι τυχαία - επινόηση

Θανάτου χωρίς αργύριο υποταγής

Στην άγρια νύχτα που καλπάζει σ’ ένα αιώνιο

Απαράβατο, πριν και μετά, Καθορισμένο!..

 

ΟΙ ΡΥΘΜΙΚΟΙ ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Οι ρυθμικοί βηματισμοί στις υγρές πλάκες

-Του ρολογιού χτυπήματα στην τελεσίδικη ώρα –

Φωνές πίσω απ’ τη μνήμη μικρόχαρων στιγμών

Τα χαραγμένα μάταια γράμματα στους τοίχους.

Πίσω από το Αύριο Πρωί δεν είναι τίποτα

Ούτε για την αθέμιτη χαρά μιας αυταπάτης

Επιστροφή σ’ ένα κενό χωρίς διέξοδο

Χωρίς καν απλή βράδυνση απ’ την ανέκκλητη ώρα. 

 

ΑΝ ΘΥΜΟΥΜΑΙ…

Αν θυμούμαι, δεν είναι που νικήθηκα

Δεν είναι που επιδίωξα μιαν αγοραία λύση

Όλα συγκλίνουνε μπροστά σ’ εκείνο που έρχεται

Αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο

Να ξεχωρίσεις, αν υπάρχει μια Στιγμή

Σ’  αλλεπαλλήλων χρόνων στείρα διαιώνιση

Για κείνο που έρχεται, φραγμός σε μια παράταση,

 

Σαν περιζήτητη αμοιβή φτηνής ζωής.

 

ΤΟ ΠΡΩΙ…

Το πρωί

Στις 5

Ο ξηρός

Μεταλλικός ήχος

Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια

Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου

Και το τελευταίο «αντίο» της παραμονής

Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες

Και το τελευταίο σου γράμμα

Στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής

Σαν του μικρού παραθυριού το δίχτυ

Που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές

Του πρωινού χαρούμενου ήλιου την παρέλαση.

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 3  1954]

 

ΓΡΑΨΑΝΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ… (από τις ΕΠΟΧΕΣ 3 του Μανόλη Αναγνωστάκη)

Γράψανε τ’ όνομά του στη σιδερένια πόρτα

Σ’ ένα τετράγωνο μικρό χαρτί

(Άρχιζε μια καινούρια μέρα. Τι να ’ναι τάχα αυτό που αρχίζει;)

Γράψανε τ’ όνομά του σ’ ένα τετράγωνο μικρό χαρτί

Στη λιτανεία του πρωινού γελούσαν οι τανάλιες του ήλιου

(Χάθηκαν όλα τώρα πια. Μα τάχα ποια είναι η απώλεια και ποιο το κέρδος;)

Γράψανε τ’ όνομά του στη σιδερένια πόρτα

Έμεινε μια φωτογραφία μικρή, στη λάσπη, που κρατούσε

Μοιράσανε τα ρούχα του στους οπλισμένους στρατιώτες

Δε μίλησε – «Τετέλεσται» - Είπε μονάχα τ’ όνομά του.

(Μα ποιο είναι το τέλος τάχα και ποια να ’ναι η επιστροφή;)

 

Αυτοί δεν ήταν Ήρωες. Όμως ο θάνατός τους

Των άδειων μάταιων ημερών νόμιμη πλήρωση

Στων άλλων την παραδοχή και την αδιαφορία

Έμοιαζε σ’ ένα πρόσκαιρο πλαίσιο ξεχασμένο

Σε μιαν ανάμνηση ακριβή της τελευταίας υπόμνησης

Είχε ακόμα τη σκληρή ευγένεια των πραγμάτων

Που μιας στιγμής η απόσταση ξέρει να υψώνει

 

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΥΤΟΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ

(μα ποιο είναι το τέλος τάχα και ποια να ’ναι η επιστροφή;)

Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφούν

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια

Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι

Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά

Σε κάποιον άλλο ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος

Γεννήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα

Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις

Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός

Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι 

[ΕΠΙΛΟΓΟΣ  από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 3  1954]

 

ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ…

Το πολύ-πολύ, να τους εκλάβεις [τους στίχους μιας ζωής] σα δυο θαμπούς προβολείς μες την ομίχλη,    σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη:   ΖΩ.    «Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ο φίλος μου ο Τίτος,    «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες,    κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα»    Έστω. Ανάπηρος,   δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς!...   Λέξεις- καρφιά, πρόκες – από τις ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ και τους ΣΤΟΧΟΥΣ του Μανόλη Αναγνωστάκη για τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της ΑΓΑΠΗΣ, το ΦΟΒΟ που μας ενώνει με τους άλλους….   ΕΠΙΛΟΓΟΣ για τη ΣΙΩΠΗ, αυτό το δισταγμό ζωής, που δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε την ήττα.   Πόσα κρυμμένα τιμαλφή, όμως, μπορούμε να σώσουμε,   πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες;   Όρθιοι και μόνοι σαν και πρώτα θα περιμένουμε…   Και ποιος να μας προσέξει, ποιος να μας λησμονήσει στη θέση που καθόμαστε;   Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά τη φέραμε τη ζωή μας εδώ μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.    Το θέμα είναι τώρα τι λες!

Δευτέρα, 14 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ